θηριόμορφοι

θηριόμορφοι
θηριόμορφος
in the form of a beast
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θηριόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει μορφή θηρίου: Θηριόμορφοι θεοί. 2. απαίσιος, τερατόμορφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”